- νωτόγραπτα
- νωτόγραπτοςhaving markings on the backneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωτόγραπτος — νωτόγραπτος, ον (ΑΜ) (για ψάρι) αυτός που φέρει γραμμές στη ράχη του («νωτόγραπτα λέγεται βῶξ, σκολιόγραπτα δὲ κολίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + γραπτός (< γράφω)] … Dictionary of Greek